- υποστάτρια
- ἡ, Αβλ. υποστάτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υποστάτης — ο / ὑποστάτης, ΝΑ, θηλ. ὑποστάτις, ιδος, και ὑποστάτρια, Α [ὑφίστημι] στήριγμα που τίθεται από κάτω, υποστήριγμα νεοελλ. ναυτ. καθένα από τα ισχυρά σιδερένια ή ξύλινα υποστηρίγματα πάνω στα οποία τοποθετούνται οι σωσίβιες λέμβοι στα πλοία, κν.… … Dictionary of Greek